- πολύπρακτος
- πολύ-πρακτος, ον,A = πολυπράγμων, Vett.Val.in Cat.Cod.Astr.8(1).163.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύπρακτος — ον, Α πολυπράγμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρακτος (< πράττω), πρβλ. έμ πρακτος] … Dictionary of Greek